Ή στραβός είν' ο γιαλός ή στραβά αρμενίζουμε (Το δικό μας ΟΧΙ).
Κάθε φορά που θέλω να γράψω ένα άρθρο σχετικά με τον Πολιτισμό ή την Τέχνη, πάντοτε (ή σχεδόν πάντοτε) αντιμετωπίζω την ίδια δυσκολία. Ενώ η θεματολογία η σχετική με τον πολιτισμό είναι η αγαπημένη μου και ο πολιτισμός είναι ένας χώρος που αποτελεί ένα μεγάλο μέρος της ζωής μου, μου είναι λίγο δύσκολο να αποκόψω την πολιτιστική συμπεριφορά των ανθρώπων από την κοινωνική τους συμπεριφορά. Τείνω λοιπόν να πιστεύω κι εγώ, όπως και πολλοί άλλοι, ότι Πολιτισμός δεν είναι μόνο οι συναυλίες, οι εκθέσεις ζωγραφικής ή οι θεατρικές παραστάσεις που παρακολουθούμε. Είναι εξίσου ή και περισσότερο, ο τρόπος με τον οποίον μιλάμε, γελάμε, συμπεριφερόμαστε, αντιμετωπίζουμε τους συναδέλφους μας στο εργασιακό περιβάλλον μας ή ακόμη και ο τρόπος με τον οποίο οδηγούμε το αυτοκίνητο μας ή φερόμαστε στο παιδί ή στον αλλοδαπό στο φανάρι.
Από τότε λοιπόν που θυμάμαι τον εαυτό μου να μπορεί να κρίνει και να συγκρίνει, μπορώ να πω μετά βεβαιότητας ότι «σύμπτωση επαναλαμβανόμενη, παύει να είναι σύμπτωση». Κάποιες φορές οι φίλοι μου ή οι συνομιλητές μου, μου λένε «Μα μήπως είσαι απόλυτος; Για όλα πια υπάρχουν συμπεριφορές, νόρμες και ξέρεις εκ των προτέρων ποιος είναι ο συνδυασμός χαρακτηριστικών του κάθε ανθρώπου;».
Τι εννοώ με αυτό; Από ένα σημείο και μετά ένας άνθρωπος δεόντως παρατηρητικός, που του αρέσει (ίσως λίγο μαζοχιστικά) να έχει ανοιχτές τις κεραίες του και να παρατηρεί, συνειδητοποιεί τελικά ότι κάποια πράγματα, σε αυτόν τον κόσμο του λογικού και του παραλόγου, μόνο περίεργα και ανεξήγητα που δεν είναι.
Παράδειγμα: Έχω την ατυχία, ο χώρος εργασίας μου να είναι δίπλα σε φανάρι πολυσύχναστου δρόμου. Φανάρι μάλιστα από αυτά που (όπως συχνά συμβαίνει στο Ηράκλειο), κάνουν περίπου μια αιωνιότητα για να ανάψουν. Ουκ ολίγες λοιπόν φορές, μερίδα οδηγών με τη φασιστική τους νοοτροπία θέλουν να επιβάλουν στην γειτονιά την «μουσική» τους άποψη, εκτονωνόμενοι ανεβάζοντας στο τελευταίας τεχνολογίας στερεοφωνικό του αυτοκινήτου τους, την ένταση στο σημείο που πιο πάνω δε γίνεται. Εδώ λοιπόν μπαίνει ο πρότερος προβληματισμός μου σχετικά με το τι είναι τελικά Πολιτισμός και πως αυτός εκφράζεται στην καθημερινή μας ζωή.
Και ερωτώ. Απ' ότι φαίνεται, αυτοί οι άνθρωποι δε μπορούν να συνειδητοποιήσουν το κατά άλλους αυτονόητο, δηλαδή το εξής απλό ερώτημα: Ποιος είμαι εγώ που θα επιβάλλω τη δική μου μουσική άποψη σε όλους τους περιοίκους και περαστικούς; Ποιος είμαι εγώ που θα ξυπνήσω μωρά που κοιμούνται, που θα τρομάξω ηλικιωμένους που ξεκουράζονται, θα ενοχλήσω ανθρώπους που εργάζονται, θα δημιουργήσω γενικότερα μια ηχητική ρύπανση και μια αναστάτωση από όπου περνάω Ποιος είμαι εγώ που πάνω από όλους και όλα βάζω το εγώ μου, χωρίς βεβαίως να το συνειδητοποιώ; Διότι εδώ στο Ελλάντα, αυτό το «Ξέρεις ποιος είμαι εγώ ρε;» είναι η αγαπημένη ατάκα του νεοέλληνα.
Αυτή δεν είναι και η πραγματική ουσία του πολιτισμού, δηλαδή ο σεβασμός στον άλλο και ιδιαιτέρως στον άγνωστο, στον τυχαίο και όχι οι φανφάρες και οι ανούσιες κορώνες περί αυτού;
Και βέβαια για να έρθουμε και στην πιο αναγνωρίσιμη και καθιερωμένη έννοια του Πολιτισμού, μήπως έχετε παρατηρήσει τι είδους μουσική είναι αυτή που ξεχύνεται έξω από τα συγκεκριμένα αυτοκίνητα; Δε νομίζω κανείς να παρατήρησε ο εν λόγω οδηγός μέσα από το κατά προτίμηση κίτρινο σπορ αυτοκίνητο να ακούει τόσο επιδεικτικά καμία όπερα του Πουτσίνι, η καμία σύνθεση του Μάνου Χατζηδάκη ή έστω κανένα τραγούδι του Αλκίνοου Ιωαννίδη; Νομίζω ότι άνευ εξαιρέσεων, πρόκειται για μπουζουκοτράγουδα του χειρίστου είδους ή τίποτα Κρητικά (της πλάκας συνήθως). Βεβαίως συνήθως αυτό το απείρου κάλλους φαινόμενο συνοδεύεται από τον οδηγό, ο οποίος άδων διοχετεύει τα καψουροαπωθημένα του στο δύστυχο κοσμάκη που εκείνη την ώρα είχε την ατυχία να βρίσκεται εκεί. Ξέχασα βέβαια ότι η νέα μόδα είναι αυτό να συμβαίνει και από ράπερς, μια και το εν λόγω είδος είναι πολύ της μόδας, με την πιτσιρικαρία να πρωτοστατεί στους οπαδούς της εν λόγω μουσικής. Δεν ξέρω πως τα έχουμε καταφέρει να είμαστε βασιλικότεροι του βασιλέως, δηλαδή πιο φανατικοί από τους μαύρους αμερικανούς, στο θέμα αυτό.
Υπάρχει όμως μια απλή εξήγηση για αυτή την απελπιστικά μονόπλευρη στάση των νέων απέναντι στα μουσικά πράγματα τη δίνει η γνωστή καθηγήτρια ψυχολογίας Φωτεινή Τσαλίκογλου: «Οι νέοι έχουν χάσει τον έρωτα της αμφισβήτησης. Δεν τολμούν να αμφισβητήσουν την πραγματικότητα. Σπεύδουν να την αποδεχτούν», λέει και νομίζω ότι βρίσκει πλήρως την αιτία των περισσότερων συμπεριφορών των νέων.
Τι θέλω λοιπόν να πω με το συγκεκριμένο παράδειγμα καθώς επίσης και με άλλα αντίστοιχα που θα μπορούσα να δώσω τα οποία αποτελούν σημεία των καιρών; Ότι ο Πολιτισμός του κάθε άνθρώπου, δηλαδή η καθημερινή του συμπεριφορά είναι άμεσα συνυφασμένη και με την ευρύτερη πολιτιστική του καλλιέργεια. Επηρεάζεται έως και καθορίζεται θα έλεγα από αυτή. Γιατί ένας άνθρωπος που λατρεύει το Μότσαρτ, το Μπρεχτ, το Ματίς και όλους αυτούς τους ογκόλιθους της παγκόσμιας Τέχνης, δε θα αντιδρούσε ποτέ με τον παραπάνω τρόπο; Μα βεβαίως όχι, γιατί ο κάθε άνθρωπος είναι ότι βλέπει, ότι ακούει, ότι διαβάζει. Και όπως η γνωστή λαϊκή ρήση «δείξε μου το φίλο σου να σου πω ποιος είσαι», είναι απολύτως σωστή, έτσι αντιστοίχως και η ρήση: «Ο κάθε καλλιτέχνης έχει το κοινό που του αξίζει» , είναι φράση που προσπαθούσα χρόνια να εκφράσω, αλλά μάλλον κάποιος άλλος με πρόλαβε .
Το άσχημο της υπόθεσης είναι ότι δεν είναι λίγοι εκείνοι οι οποίοι ζώντας μέσα σ' αυτόν τον αλλοτριωμένο κόσμο σκέφτονται καθημερινά, μήπως είναι τίποτα UFO που κατέβηκαν από τον Άρη ή κάτι τέτοιο . Μήπως αυτοί είναι προβληματικοί, αντικοινωνικοί, απόλυτοι και μονόχνωτοι .Έτσι λοιπόν σκέφτονται από καιρού σε καιρό, «Ή στραβός είν' ο γιαλός ή στραβά αρμενίζουμε.» Αν το καλοσκεφτείτε είτε τη μια εκδοχή δεχτούμε είτε την άλλη, η απόφαση για το τι γίνεται παρακάτω από την ομάδα αυτών των ανθρώπων είναι ιδιαίτερα δύσκολη. Διότι, αν είναι ο γιαλός στραβός, πρέπει να πας κόντρα σε όλο το γιαλό, πράγμα ιδιαίτερα δύσκολο σε αυτή την εποχή της μαζικής προβατοποίησης και του τηλεπολιτισμού. Κοινώς:
- Δεν ακούς Βέρτη και Πλούταρχο; -Δε βλέπεις Παπακαλιάτη και Παρά Πέντε στην τηλεόραση ;
- Δε βλέπεις Survivor (δηλαδή την εθνική κόντρα Ελλάδας -Τουρκίας);
- Δεν πας σινεμά να δεις ταινίες τύπου Τιτανικού η Harry Potter ή Άρχοντας των Δαχτυλιδιών (που πηγαίνουν άνθρωποι που πάνε σινεμά μια φορά το χρόνο.);
- Δε βλέπεις τηλεπαιχνίδια τύπου Deal και μεσημεριανές τύπου Λαμπίρη; -Δε γουστάρεις να πιάνεται η καρδιά σου, λες και παρακολουθείς τη συντέλεια του κόσμου, βλέποντας ειδήσεις στα ιδιωτικά κανάλια;
- Δεν παρακολουθείς τις συγκλονιστικές αποκαλύψεις των «δαιμόνιων» Ευαγγελάτου, Καρατζαφέρη και Νικολούλη;
Ε, λοιπόν όχι !Αρνούμαι πεισματικά να κάνω οτιδήποτε απ' όλα αυτά. Και χαίρομαι γιατί δεν είμαι μόνος μου! Είμαστε πολλοί, περισσότεροι απ' αυτούς που νομίζει η πλειοψηφία ότι είμαστε ! Όλοι εμείς που δε μπορούμε να δεχτούμε την τηλεοπτική παραμύθα που κυριαρχεί σήμερα στους ημιμαθείς έως αμαθείς τηλεθεατές, λέμε το δικό μας «Όχι» και αρνούμαστε να συμμετέχουμε στα νούμερα της AGB που καθιστούν τους θεατές μεγαλύτερα «νούμερα» από τους «διασκεδαστές».
Εμείς, κι αν είμαστε μειοψηφία, προτιμούμε τους αληθινούς επαγγελματίες, τους πραγματικούς καλλιτέχνες, αυτούς που δεν ξεπούλησαν την ψυχή τους στην πρόσκαιρη δόξα και στο χρήμα των λουλουδάδικων και των πλαστικών τους δίσκων. Αυτούς που προτιμούν να μένουν στην αφάνεια αλλά να κάνουν αυτό που τους υπαγορεύει η ψυχή τους και να εμφανίζονται μόνο όποτε έχουν κάτι να πουν. Τους καλλιτέχνες που δε βγάζουν δίσκο Χριστούγεννα και Πάσχα για να γίνουν(οι δίσκοι) δώρα μεταξύ φίλων και ερωτευμένων. Εμείς θα διαλέξουμε τη ραδιοφωνική βραδινή συντροφιά των ποιητών, της Στέλλας Βλαχογιάννη, της Μαριανίνας Κριεζή, του Κώστα Τριπολίτη και του μέντορα της τζαζ Πανταζή Τσάρα, κλείνοντας την τηλεόραση και ανοίγοντας ένα βιβλίο για το δικό μας νυχτερινό ταξίδι. Θα αφήσουμε τους τηλεαστέρες να ωρύονται μες στη νύχτα, προσπαθώντας να τσιμπήσουν λιγάκι τηλεθέαση από το διπλανό κανάλι και να πάρουν το σχετικό μπόνους στο μισθό τους (ως έμμισθοι Μεσσίες).Εμείς θα προτιμήσουμε να πιστεύουμε ότι ο γιαλός είναι στραβός και να πηγαίνουμε ανάποδα στο ρεύμα και στην κυρίαρχη (υπο) κουλτούρα.
Και, επειδή κάποιοι μπορεί να μη θέλουν (ή δεν τους συμφέρει) να πιστέψουν ότι η ευρύτερη καθημερινή μας συμπεριφορά, μη εξαιρουμένων βεβαίως των πολιτιστικών μας προτιμήσεων, είναι αυτή που καθορίζει το επίπεδο αλλά και το ποιόν του κάθε ανθρώπου, θυμίζω τη φράση του Λάκη Λαζόπουλου: «Παραχωρώντας τον εαυτό μας σε μετριότητες, γινόμαστε όλο και πιο μέτριοι» . Ελπίζω με τη φράση αυτή, να καταλάβουμε όλοι ότι οι καθημερινές μας συνήθειες, τις οποίες τις παίρνουμε τόσο αψήφιστα, και τις θεωρούμε μια δευτερεύουσα και ασήμαντη πλευρά της προσωπικότητας μας, μας καθορίζουν, μας διαμορφώνουν και μας σκιαγραφούν, ως ανθρώπους.